Διαφορές Συμπεριφοράς Μεταξύ Μικρόσωμων και Μεγαλόσωμων Σκύλων

Υπάρχουν διαφορές συμπεριφοράς μεταξύ μικρόσωμων και μεγαλόσωμων σκύλων; Κι αν υπάρχουν, οφείλονται στο μέγεθος; Ένα από τα πιο συνηθισμένα στερεότυπα που επικρατούν στον κόσμο των σκύλων είναι ότι οι μικρόσωμοι σκύλοι θεωρούνται πιο ευέξαπτοι και ανήσυχοι από τους μεγαλόσωμους. Δύο μεγάλες έρευνες δείχνουν ότι αυτό όντως ισχύει και προσπαθούν να εξηγήσουν το γιατί. Από όλα τα είδη που ζουν στη γη, οι σκύλοι έχουν τη διάκριση ότι παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη πολυποικιλότητα. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ένα Τσιουάουα, για παράδειγμα, ανήκει στο ίδιο είδος (Canis lupus familiaris) με έναν Μεγάλο Δανό. Οι περισσότερες από 400 γενετικά ξεχωριστές φυλές σκύλων που υπάρχουν σήμερα παρουσιάζουν τεράστια ποικιλομορφία στη γενική εμφάνιση – ύψος, βάρος, τρίχωμα, χρώματα – αλλά και στη συμπεριφορά. Η συμπεριφορά των σκύλων είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτημα που σχετίζεται με το φύλο τους, την προσωπικότητα, την ποιότητα της εκπαίδευσης και της άσκησης που λαμβάνουν, τις μεθόδους ανατροφής, τη φυλή τους, το σε ποια ηλικία υιοθετήθηκαν, τον χαρακτήρα του κηδεμόνα, και άλλους παράγοντες. Δύο μεγάλες έρευνες εξέτασαν το αν και κατά πόσο υπάρχουν διαφορές στη συμπεριφορά μικρόσωμων και μεγαλόσωμων σκύλων. Συγκεκριμένα: Η πρώτη έγινε από το Κτηνιατρικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης και περιελάμβανε 237 ερωτήσεις που στάλθηκαν μέσω ταχυδρομείου σε 1.276 εγγεγραμμένους κηδεμόνες σκύλων στην πρωτεύουσα της Αυστρίας. Για τους σκοπούς της έρευνας οι σκύλοι διαιρέθηκαν κατά μέγεθος και ταξινομήθηκαν αυθαίρετα ως μεγάλοι όσοι ήταν μεγαλύτεροι από 20 κιλά, ενώ ως μικροί θεωρήθηκαν εκείνοι που ήταν λιγότερο από αυτό το βάρος. Εξετάστηκαν τρεις διαστάσεις συμπεριφοράς: Υπακοή, επιθετικότητα/διέγερση και φόβος/άγχος. Υπακοή Οι κηδεμόνες ρωτήθηκαν αν οι σκύλοι τους υπακούν αξιόπιστα τις εντολές «κάθισε», «κάτω», «δίπλα» και «έλα». Υπήρχαν επίσης ερωτήσεις σχετικά με το αν η προσοχή του σκύλου αποσπάται εύκολα, αν μαθαίνει εύκολα εντολές, αν υπακούει εντολές να παραδώσει αντικείμενα, αν τραβάει το λουρί, και άλλα. Συνολικά, η ανάλυση των ερευνητών έδειξε ότι οι μικρότεροι σκύλοι ήταν σημαντικά λιγότερο υπάκουοι από τους μεγαλύτερους. Επιθετικότητα και Διέγερση Οι συμπεριφορές στις οποίες εξετάστηκαν οι σκύλοι συμπεριλάμβαναν το αν ο σκύλος γρύλιζε, δάγκωνε προειδοποιητικά στον αέρα ή γαύγιζε σε σκύλους, σε επισκέπτες στο σπίτι, σε αγνώστους στο δρόμο ή στα μέλη της οικογένειας. Εξετάστηκε επίσης αν οι σκύλοι ακολουθούν ποδηλάτες,, αν είναι ευερέθιστοι όταν αντιλαμβάνονται άλλους σκύλους, αν.φρουρούν το φαγητό τους ή άλλα αντικείμενα, και άλλες παρόμοιες συμπεριφορές. Για άλλη μια φορά, τα αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρα, με τους μικρότερους σκύλους να εμφανίζουν μεγαλύτερη επιθετικότητα και διέγερση σε σημαντικό βαθμό. Φόβος και Άγχος Αυτή η διάσταση περιελάμβανε το αν οι σκύλοι έδειξαν συμπεριφορές όπως άγχος σε άγνωστες καταστάσεις, φόβο όταν εκτίθενται σε δυνατούς θορύβους όπως κυκλοφορία ή πυροτεχνήματα, αν φοβούνται άγνωστους ανθρώπους ή σκύλους, αν φαίνονται ανήσυχοι και ανίκανοι να χαλαρώσουν, κλπ. Και πάλι, υπήρξαν σημαντικές διαφορές βάσει των μεγεθών των σκύλων, με τους μικρότερους να είναι πολύ πιο φοβισμένοι και ανήσυχοι. Η δεύτερη έρευνα έγινε στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ και εξέτασε τις συμπεριφορές περισσότερων από 8.300 σκύλων από 80 φυλές. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν μια ισχυρή σχέση μεταξύ ύψους, σωματικού βάρους, διαστάσεων κρανίου (πλάτος και μήκος) και συμπεριφοράς. Οι μικρότεροι σκύλοι έδειξαν περισσότερα προβλήματα επιθετικότητας από τους μεγαλύτερους. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσο μικρότερο ήταν το ύψος των σκύλων, τόσο αυξανόταν η επιθετική συμπεριφορά στον κηδεμόνα, η επαιτεία για φαγητό και η αναζήτηση προσοχής. Ακόμη, όταν μειωνόταν το μέσο σωματικό βάρος, η διεγερσιμότητα και η υπερκινητικότητα αυξάνονταν. Αντίθετα, όσο μεγαλύτερο ήταν το ύψος των σκύλων, τόσο περισσότερο επιδεκτικοί ήταν στην εκπαίδευση. Γενικότερα, η μελέτη αποκάλυψε ότι 33 από τις 36 ανεπιθύμητες συμπεριφορές των σκύλων σχετίζονταν με το ύψος τους, το σωματικό βάρος και το σχήμα του κρανίου. Τα αποτελέσματα φαίνεται να επιβεβαιώνουν το κλασικό στερεότυπο σχετικά με τους μικρούς σκύλους δηλαδή ότι είναι λιγότερο υπάκουοι, πιο επιθετικοί και πιο επιρρεπείς στο άγχος και τη φοβία. Ωστόσο, οι έρευνες δεν απαντούν στο αν αυτές οι διαφορές συμπεριφοράς μεταξύ μικρόσωμων και μεγαλόσωμων σκύλων οφείλονται: α) σε γενετικούς παράγοντες, ή β) στον τρόπο με τον οποίο οι μικροί σκύλοι αντιμετωπίζονται από τους κηδεμόνες τους σε σύγκριση με τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι μεγάλοι Και οι δύο ομάδες ερευνητών είχαν την υποψία ότι μερικές από τις διαφορές συμπεριφοράς μεταξύ των μικρόσωμων και των μεγαλόσωμων σκύλων σχετίζονται με τις συμπεριφορές και τις αλληλεπιδράσεις των κηδεμόνων με τους σκύλους τους. Η ανάλυση των δεδομένων φαίνεται ότι επιβεβαιώνει αυτή την υποψία. Ο πρώτος σημαντικός παράγοντας που ανακαλύφθηκε έχει να κάνει με τη συνέπεια των κηδεμόνων όταν αλληλεπιδρούν με τους σκύλους τους ή όταν τους εκπαιδεύουν. Παραδείγματα ασυνεπών συμπεριφορών περιλαμβάνουν εντολές που δεν δίνονται πάντα με τον ίδιο τρόπο, τη μη διατήρηση σταθερών κανόνων για το σκύλο, ή τη μη ανταπόκριση σε μια συγκεκριμένη ανεπιθύμητη συμπεριφορά με τον ίδιο τρόπο κάθε φορά. Συμπεράσματα Τα στοιχεία από τη μελέτη του Πανεπιστημίου της Βιέννης δείχνουν ότι όσο πιο συνεπής είναι η συμπεριφορά των κηδεμόνων τόσο καλύτερη είναι η συμπεριφορά των σκύλων – ανεξάρτητα από το μέγεθός τους. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι κηδεμόνες μικρών σκύλων είναι πιο ασυνεπείς στις αλληλεπιδράσεις τους με τους σκύλους τους από όσους έχουν μεγάλους σκύλους. Ένα άλλο συμπέρασμα έχει να κάνει με τις κοινές δραστηριότητες μεταξύ των σκύλων και των κηδεμόνων τους. Αυτές περιλαμβάνουν επίσημες δραστηριότητες όπως η εκπαίδευση υπακοής, αλλά και άτυπες, όπως το τζόκινγκ με το σκύλο. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι όσο περισσότερο εμπλακεί ο κηδεμόνας σε τέτοιες δραστηριότητες με το σκύλο του, τόσο πιο υπάκουος φαίνεται να είναι ο σκύλος. Στις έρευνες διαπιστώθηκε ότι οι κηδεμόνες μικρών σκύλων ξοδεύουν πολύ λιγότερο χρόνο σε κοινές δραστηριότητες συγκριτικά με όσους έχουν μεγάλους σκύλους. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό εύρημα έχει να κάνει με τις συγκεκριμένες τεχνικές που χρησιμοποιούν οι κηδεμόνες όταν εκπαιδεύουν το σκύλο τους προσπαθώντας να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η χρήση της τιμωρίας έχει αρνητικές επιπτώσεις στην επιτυχία της εκπαίδευσης του σκύλου και στις συναισθηματικές αντιδράσεις όπως το άγχος και η επιθετικότητα. Αυτό επιβεβαιώθηκε από την πρώτη μελέτη όπου η χρήση της τιμωρίας οδήγησε σε περισσότερη ανυπακοή των σκύλων. Ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, οι σκύλοι που τιμωρούνταν πιο συχνά έδειξαν μεγαλύτερη επιθετικότητα, ωστόσο η επίδραση ήταν μεγαλύτερη στους μικρότερους σκύλους. Με βάση τη μελέτη του Πανεπιστημίου της Βιέννης, οι ερευνητές προέβησαν σε ορισμένες
Αρσενικοί και Θηλυκοί Σκύλοι: Διαφορές Συμπεριφοράς

Οι απόψεις για τις διαφορές συμπεριφοράς μεταξύ αρσενικών και θηλυκών σκύλων ποικίλες. Τι λέει όμως η επιστήμη; Δυστυχώς, δεν έχει πραγματοποιηθεί μεγάλη έρευνα σχετικά με τις διαφορές συμπεριφοράς ανάμεσα σε αρσενικούς και θηλυκούς σκύλους. Μεταξύ των επικρατέστερων απόψεων που υποστηρίζονται από επαγγελματίες είναι ότι: Στις φυλές που έχουν την τάση να είναι κυρίαρχες, όπως οι Rottweiler και Akita, οι θηλυκοί σκύλοι φαίνεται να είναι πιο χαλαροί. Σε φυλές σκύλων που έχουν τη φήμη ότι είναι πιο ήπιες, όπως η Retriever, υπάρχουν λιγότερες αντιληπτές διαφορές στη συμπεριφορά των αρσενικών και των θηλυκών σκύλων. Ωστόσο, δεν υπάρχει διαθέσιμη πραγματική έρευνα που να αποδεικνύει αυτές τις απόψεις. Καθώς οι ορμόνες έχουν επίδραση στη συμπεριφορά ενός σκύλου, οι αρσενικοί σκύλοι είναι γενικά πιο εδαφικοί, πιο ανεξάρτητοι (δίνουν λιγότερη προσοχή στους ανθρώπους) και πιο επιθετικοί από ότι οι θηλυκοί. Η εκπαιδεύτρια σκύλων και συγγραφέας Dr McConnell αναφέρει ότι στο βιβλίο “Genetics and the Social Behavior of the Dog”, οι Scott & Fuller εξέτασαν αν το φύλο είχε επιρροή στις συναισθηματικές αντιδράσεις των σκύλων· κατά μέσο όρο οι θηλυκοί βαθμολογήθηκαν με 5,0 βαθμούς και οι αρσενικοί με 4,9 – με άλλα λόγια, δεν βρέθηκε διαφορά. Η ίδια ειδικός απηύθυνε ερώτημα για τις διαφορές συμπεριφοράς των σκύλων βάσει φύλου σε πιστοποιημένους ειδικούς συμπεριφοράς σκύλων, κτηνίατρους και εκπαιδευτές σκύλων της αστυνομίας και του στρατού· οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες δήλωσαν ότι τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στις επιδόσεις, η προσωπικότητα και το παρελθόν κάθε σκύλου ήταν πιο σημαντικοί παράγοντες από το φύλο. Επίσης, πολλές από τις απαντήσεις εξέφρασαν ότι οι αρσενικοί σκύλοι ωριμάζουν πιο αργά από τους θηλυκούς, περιγράφοντας τους νεαρούς έφηβους αρσενικούς ως «λιγότερο εστιασμένους από τους θηλυκούς». Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση, δεδομένου ότι και στους ανθρώπους τα κορίτσια είναι γνωστό ότι ωριμάζουν γρηγορότερα από τα αγόρια. Αν και κανένας κτηνίατρος δεν επιβεβαίωσε ότι αυτό ισχύει και στους σκύλους, κάτι τέτοιο δεν ακούγεται παράλογο. Μια άλλη διαφορά μεταξύ αρσενικών και θηλυκών σκύλων είναι ότι οι αρσενικοί κυριαρχούν σε ορισμένους τύπους διαγωνισμών, όπως στο μάζεμα των κοπαδιών, την προστασία και την ανάκτηση. Όμως, στους διαγωνισμούς αυτούς συμμετέχουν πάντοτε μη στειρωμένοι σκύλοι. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό γιατί κανένας δεν θα επιλέξει να επενδύσει χρόνο και χρήματα σε θηλυκό σκύλο για συμμετοχή σε διαγωνισμούς, αφού λόγω οίστρου και εγκυμοσύνης ο διαθέσιμος χρόνος για εκπαίδευση των θηλυκών σκύλων περιορίζεται στο μισό. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι οι αρσενικοί σκύλοι είναι ανταγωνιστικότεροι υπό συνθήκες πίεσης – λόγω τεστοστερόνης. Τέλος, υπάρχει μια άλλη πιθανή επίδραση στη συμπεριφορά των αρσενικών και θηλυκών σκύλων, που αυτή τη φορά σχετίζεται με την ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντί τους. Η McConnell παραδέχεται ότι ο τρόπος που εκπαιδεύει σκύλους είναι πιθανό να επηρεάζεται από το φύλο τους: «Ίσως ασυνείδητα, η συμπεριφορά όλων μας αλλάζει σημαντικά ανάλογα με το φύλο του σκύλου, καθώς υπάρχουν διαφορετικές κοινωνικές και πολιτισμικές προσδοκίες για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρονται οι αρσενικοί και οι θηλυκοί σκύλοι αντίστοιχα». Αν και μικρής έκτασης, η πιο σημαντική έρευνα για τις διαφορές συμπεριφοράς μεταξύ αρσενικών και θηλυκών σκύλων πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης το 2011. Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα σύστημα με μπάλες του τένις που συνδέονταν κρυφά με χορδές και εξέτασαν 25 αρσενικούς και 25 θηλυκούς σκύλους, οι οποίοι παρακολούθησαν τέσσερα διαδοχικά σενάρια: Μια μικρή μπάλα που εξαφανιζόταν και επανεμφανιζόταν. Μια μεγάλη μπάλα που εξαφανιζόταν και επανεμφανιζόταν. Μια μεγάλη μπάλα να εξαφανίζεται και να εμφανίζεται μια μικρή μπάλα. Μια μικρή μπάλα να εξαφανίζεται και να εμφανίζεται μια μεγάλη μπάλα. Τα δύο πρώτα σενάρια ήταν οι “αναμενόμενες” συνθήκες, δηλαδή σύμφωνες με τους νόμους της φύσης, ενώ τα σενάρια 3 και 4, στα οποία μια μπάλα φαινόταν να μικραίνει ή να μεγαλώνει, ήταν οι “απροσδόκητες” συνθήκες. Οι ερευνητές μέτρησαν το κατά πόσο οι σκύλοι είχαν την ικανότητα να κατανοήσουν ότι είχε συμβεί κάτι απροσδόκητο ή αδύνατο, μετρώντας πόση ώρα κοίταζαν τη διαφορετικού μεγέθους αναδυόμενη μπάλα. Τα πειράματα αυτά είναι παρόμοια με εκείνα που χρησιμοποιούνται για την κατανόηση της βρεφικής γνώσης: “Εάν συμβεί κάτι αναπάντεχο ή αδύνατο, τα παιδιά και τα ζώα θα κοιτάξουν περισσότερο στο γεγονός”, δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας Corsin Müller. Με την πρώτη ματιά, οι σκύλοι έδειχναν να κοιτούν περισσότερο όταν η μπάλα φαινόταν να μικραίνει ή να μεγαλώνει. Αλλά όταν οι ερευνητές ανέλυσαν τα αποτελέσματα βάσει φύλου των σκύλων, διαπίστωσαν ότι οι αρσενικοί δεν είχαν παρατηρήσει τίποτα περίεργο. Κατά μέσο όρο, οι θηλυκοί σκύλοι κοίταζαν τις «απροσδόκητες» συνθήκες για περισσότερα από 30 δευτερόλεπτα, δηλαδή υπερτριπλάσιο χρόνο σε σχέση με τα 10 δευτερόλεπτα των αρσενικών. Οι χρόνοι που κοίταζαν τις μπάλες να αλλάζουν μέγεθος ήταν για τους αρσενικούς σκύλους ίδιοι με εκείνους που κοίταζαν όταν το μέγεθος των μπαλών δεν άλλαζε. Οι διαφορές αυτές προέκυψαν ανεξάρτητα από τις φυλές σκύλων που συμμετείχαν, αν ήταν καθαρόαιμοι ή ημίαιμοι, τα μεγέθη τους, και τη στείρωση. Οι ερευνητές δεν είναι σίγουροι για το που οφείλονται αυτές οι διαφορές, αλλά οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι το εύρημα δείχνει πως οι αρσενικοί σκύλοι εμπιστεύονται συχνότερα τη μύτη τους, ενώ οι θηλυκοί εμπιστεύονται περισσότερο τα μάτια τους. Ο Müller και οι συνάδελφοί του πιστεύουν ότι οι οπτικές διαφορές των θηλυκών και αρσενικών σκύλων είναι απίθανο να οφείλονται σε εξελικτικούς παράγοντες· ωστόσο, ο Stanley Coren, ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολούμπια στον Καναδά διαφωνεί, υποστηρίζοντας ότι σχεδόν κάθε φορά που εντοπίζονται διαφορές φύλου μπορεί να βρεθεί ένας εξελικτικός λόγος που εξηγεί γιατί αυτό συμβαίνει. Υποθέτει ότι οι όταν οι θηλυκοί σκύλοι παρακολουθούν τα κουτάβια τους (τα οποία σχεδόν όλα μυρίζουν το ίδιο) είναι πιθανό να βασίζονται περισσότερο στην όρασή τους. Ή ίσως να υπάρχει κάποιο είδος συμβιβασμού και συνεργασίας με τους αρσενικούς οι οποίοι είναι πιο προσανατολισμένοι στις μυρωδιές, και ενδεχομένως έτσι να εξηγείται η λιγότερη προσοχή τους στις οπτικές διαφορές. Τελικά, ενώ οι διαφορετικές φυλές και το φύλο μπορούν να επηρεάσουν τη γενική προσωπικότητα ενός σκύλου, η καλή φροντίδα, η αγάπη και η σωστή κοινωνικοποίηση έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στη συνολική συμπεριφορά του. Πηγές Doghealth.com (n.d.) Behavioral Differences Between Male and Female Dogs Fields, H. (2011) “Female Dogs Aren’t Easily Fooled”, Science, 26 April McConnell, P. (2009) “What are the Differences Between Male and Female Dogs? Do Male and Female Dogs Learn